- θερμοστάτης
- Συσκευή ευαίσθητη στη θερμοκρασία του χώρου όπου βρίσκεται (αέρας, αέριο, υγρό κλπ.), η οποία παρέχει αυτόματα μία εντολή χειρισμού, όταν η θερμοκρασία φτάσει την τιμή για την οποία έχει αυτός ρυθμιστεί.
Ο συνηθέστερος τύπος θ. είναι ο ηλεκτρικός, που αποτελείται βασικά από ένα μεταλλικό έλασμα, το οποίο παραμορφώνεται με τη μεταβολή της θερμοκρασίας. Όταν αυτή η παραμόρφωση φτάσει σε ένα ορισμένο όριο, ανοίγει ή κλείνει αυτόματα μία ηλεκτρική επαφή, η οποία, με κατάλληλα κυκλώματα, μεταδίδει την εντολή χειρισμού. Αντίστροφα, όταν η παραμόρφωση του ελάσματος ελαττωθεί, η ηλεκτρική επαφή επιτελεί την αντίθετη λειτουργία (δηλαδή αν είναι κλειστή ανοίγει και αν είναι ανοιχτή κλείνει) και με μία νέα εντολή χειρισμού επαναφέρει τις ελεγχόμενες συσκευές στις αρχικές συνθήκες.
Μία από τις πιο κοινές εφαρμογές του ηλεκτρικού θ. συναντάμε στους θερμοσίφωνες με ηλεκτρική αντίσταση. O θ., βυθισμένος στο νερό, παρεμβάλλει στο ηλεκτρικό κύκλωμα την αντίσταση, όταν η θερμοκρασία του νερού είναι κάτω από μία ορισμένη τιμή (ψυχρό νερό), και την αποσυνδέει, αντίθετα, όταν το νερό φτάσει στην επιθυμητή θερμοκρασία, η οποία έχει προκαθοριστεί με κατάλληλη ρύθμιση του θ.
Μπροστινή και πίσω όψη ενός θερμοστάτη, που χρησιμοποιείται για τη ρύθμιση της θερμοκρασίας του νερού. Δεξιά, σχηματική παράσταση θερμοστάτη με μεταλλικό έλασμα. Αποτελείται από δύο ελάσματα μετάλλων με διαφορετικούς συντελεστές διαστολής, στερεά συνδεδεμένα μεταξύ τους. Στην κανονική θερμοκρασία (σχήμα Α) το μεταλλικό έλασμα (1) έχει ευθύγραμμο σχήμα· όταν θερμαίνεται (σχέδιο Β), υπό τη δράση των ελαστικών τάσεων, οι οποίες οφείλονται στις διάφορες διαστολές των δύο μετάλλων που το αποτελούν, κάμπτεται και κλείνει μια επαφή (2). Αν μεταβάλλουμε την απόσταση αυτής της επαφής, μπορούμε να μεταβάλλουμε τη θερμοκρασία στην οποία ο θερμοστάτης τίθεται σε λειτουργία. Σε άλλους τύπους θερμοστάτη η επαφή είναι κανονικά κλειστή και ανοίγει, όταν η θερμοκρασία φτάσει μια προκαθορισμένη τιμή.
* * *οειδική συσκευή που χρησιμεύει στη διατήρηση σταθερής θερμοκρασίας σε κλειστό χώρο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thermostat < thermo- (πρβλ. θερμ[ο]-*) + -stat (πρβλ. -στάτης < ίστημι)].
Dictionary of Greek. 2013.